- αδιαπότιστος
- -η, -οαδιάβροχος, στεγνός: Το νερό ήταν λίγο, γι' αυτό το χώμα έμεινε αδιαπότιστο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδιαπότιστος — η, ο [διαποτίζω] αυτός που δεν διαποτίζεται ή δεν διαποτίστηκε από υγρασία ή από κάποιο υγρό, άβρεχτος, ξερός, στεγνός … Dictionary of Greek